- φελώ
- (ε)φέλεσα (δημ. τύπος του ωφελώ)1. μτβ. και αμτβ., ωφελώ: Δεν έβρισκε πράμα να τη φελέσει (Ερωτόκριτος).2. αμτβ., έχω αξία, αξίζω: Όπου φελά, παντού φελά (παροιμ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.